Όταν επισκέπτεσαι μια έκθεση, είναι φυσιολογικό να μη σου αρέσουν όλα τα εκθέματα. Κάποια σε αφήνουν αδιάφορο, άλλα σε εντυπωσιάζουν.
Σπανίως έχει τύχει να απολαύσω όλα τα εκθέματα. Όλα.
Σήμερα το πρωί έφτασα Ηράκλειο και μέχρι να κάνω τσεκιν στο ξενοδοχείο, είχα κάποιες ώρες στη διάθεσή μου. Επισκέφτηκα την έκθεση Μορφογονία του Μάνου Ποντικάκη, ενός ανθρώπου που έχει ερευνήσει ενδελεχώς το προσωπείο ως θεατρικό και εικαστικό αντικείμενο.
Γύρισα την έκθεση τρεις φορές. Δεν τη χόρταινα. Με το που έφτανα στο τέλος, ξαναβουτούσα στην αρχή. Οι σκέψεις μου πολλές και ανάκατες. Ένα ταξίδι αναστοχασμού. Στην αρχή, σε υποδέχεται η μάσκα του Διονύσου, όλο υποσχέσεις, να σε παραδώσει στους τέσσερις ταξιδευτές Ανέμους που θα σε πάρουν να ξεχαστείς και να ξεχάσεις στα πέρατα της γης. Πότε ριζώνει ο άνθρωπος; Μόνο να ταξιδεύει, να ταξιδεύει, να γλεντίζει τη γη που πατά.
Κοιτάς τις μάσκες μα νιώθεις ότι σε κοιτούν και αυτές. Γυρνάς και βλέπεις την παγερή Μέδουσα και μαρμαρώνεις στα φρικτά της μάτια.
Απομακρύνεσαι και πέφτεις στον Συκοφάντη που καγχάζει με το ψυχρό του βλέμμα και το ανασηκωμένο φρύδι. Τον φαντάζομαι να ψιθυρίζει κατηγόριες στο αυτί του βασιλιά.
Η μάσκα του κάθε Βασιλιά, επιβλητική. Άραγε πόσο ευαίσθητος να είναι ένας βασιλιάς δίχως της; Και πόσο ανθρώπινος πίσω από το κράνος και την ασπίδα; Ίσως γι’ αυτό στέκει δισυπόστατο το προσωπείο του Πολέμου, να σου θυμίζει “το ποτάμι” στο Ζητείται ελπίς του Σαμαράκη. Κι ας σε καλεί να εκτελέσεις το καζαντζακικό χρέος των θολών χωμάτινων προσωπείων των Προγόνων.
Παρακάτω, αρρενωπές μάσκες να εναλλάσσονται με θηλυκές. Αρκεί μια Μήδεια και μια Κλυταιμνήστρα να συνταράξει τον κόσμο ενός άνδρα. Να γλυτώνει από τις αλλοπρόσαλες Μαινάδες για να πέσει στις χθόνιες Λάμιες.
Οι άντρες δεν έχουν ποτέ σωσμό. Από καταβολής κόσμου, οι δαίμονες οι ισχυροί είναι γένους θηλυκού.
Από όλες τις επιβλητικές μάσκες και τα δυνατά προσωπεία, με τράβηξε αθόρυβα το τελευταίο. Στην άκρη της μεγάλης αίθουσας, μόνο του, απομονωμένο θα έλεγες από τις υπόλοιπες συνθέσεις. Ίσως είναι μια μάσκα που δε θέλει να φαίνεται. Αν και φοριέται πολύ.
Η Κριτική.
Πάνω σε θρόνο, ασταθής, ακροβατούσα, σε ομιχλώδες φόντο. Μια πένα σαν σκορπιός να υψώνεται δαμόκλειος σπάθη από πάνω. Πάνω από ποιον; Από εκείνον μάλλον που καρφώνει το βλέμμα της. Ένα βλέμμα που λέει πως δε συγχρωτίζεται με τους υπόλοιπους. Ένα βλέμμα αμείλικτο. Που δε σε κοιτάει όμως στα μάτια…
Ο συνειρμός μου πήγε στην απεναντινή γωνιά της αίθουσας με τη μάσκα της Σκέψης. Φτερωτή και αγκυροβολημένη σε ένα κλαδί.
Δυο προσωπεία, μακριά το ένα απ’ τ’ άλλο, που θα ‘πρεπε όμως να εναλλάσσουμε συχνά: τη Σκέψη πριν την Κριτική και την Κριτική πριν τη Σκέψη (υπονοώ την αξία της γόνιμης αμφισβήτησης).
Είχα τη χαρά να έχω λίγο από τον χρόνο του προσωποποιού γλύπτη και να συζητήσουμε για τα δημιουργήματά του. Γιατί σε κάθε μάσκα, κάθε φορά, αναγνωρίζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου. Και έχει ενδιαφέρον το πώς αρχετυπικές μορφές αποτυπώνονται στη φυσιογνωμική της μάσκας, με τέτοιο τρόπο ώστε το προσωπείο να καταλήγει να συνιστά πρότυπο. Και σε βαθύτερη ανάγνωση, το πρότυπο να αντανακλά κοινωνικούς ρόλους.
Άρα εν τέλει, είναι απαραίτητες οι μάσκες για τη συνοχή του κοινωνικού ιστού;…
Αν σας βγάλει ο δρόμος στα Λιοντάρια, αξίζει πραγματικά να δείτε την έκθεση. Ειδικά, το βράδυ της Δευτέρας που ο Μάνος Ποντικάκης θα μοιραστεί με το κοινό τις σκέψεις του από την 30χρονη πορεία του.