Επιλογή Σελίδας

Επειδή είμαι άνθρωπος του λαϊκού πολιτισμού, οι εκθέσεις σύγχρονης τέχνης είναι για ‘μένα μια ευκαιρία να δω κάτι διαφορετικό από τη δουλειά μου. Το ενδιαφέρον σε αυτές είναι ότι μπορείς να κάθεσαι ώρες μπροστά από ένα έργο χωρίς να το κατανοείς απόλυτα. Και προσπαθώντας να βρεις την απάντηση στο τί θέλει να πει ο ποιητής, συνδιαλέγεσαι με διάφορες πτυχές του εαυτού σου: σε απορία, σε έκπληξη, σε αποστροφή, σε αδιαφορία, σε φόβο, σε θαυμασμό.

Περπατώντας λοιπόν στο Ρεθυμνάκι (γιατί έτσι το λένε όσοι το έχουν αγαπήσει), είδα ανοιχτή την πόρτα σε ένα τζαμί. Κοντοστάθηκα και διάβασα τον τίτλο της έκθεσης: “Χάρτινο το φεγγαράκι”. Με τον μεσημεριανό κρητικό ήλιο όμως και την “ψεύτικη ακρογιαλιά” να γυροφέρνει μελωδικά στο μυαλό μου τη χροιά της Μελίνας, δεν ήξερα αν ήθελα να διασχίσω το κατώφλι για να δω κάτι διαφορετικό που θα συντάραζε τις σταθερές μου.

Στεκόμουν λοιπόν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, με σφιγμένα τα χείλη. Όταν βρίσκεστε σε παρόμοιο δίλημμα, υπάρχουν δύο μαγικές λέξεις που σου δίνουν αυτό το φιλικό σπρώξιμο στην πλάτη για να προχωρήσεις:

“Γιατί όχι;”

Πλησίασα λοιπόν την κοπέλα στην είσοδο που με υποδέχτηκε με χαμόγελο. Μου είπε λίγα λόγια για τη συγκεκριμένη σύνθεση και με προέτρεψε να μπω: “Μπορείτε να μπείτε, να το δείτε με την ησυχία σας, να το αγγίξετε αν θέλετε…”.
Ειλικρινά, δεν ήξερα τί θα συναντούσα και κυρίως δεν ήξερα αν ήθελα να το αγγίξω αυτό που θα συναντούσα.

Μπήκα στο τζαμί. Η πόρτα, τρίπαλια, έκλεισε διακριτικά πίσω μου και με άφησε μόνη σε έναν ημισκότεινο χώρο. Κοίταξα τριγύρω. Οι χαρακτηριστικές αρχιτεκτονικές κόγχες έκαναν τον άνθρωπο του λαϊκού πολιτισμού μέσα μου να νιώσει οικεία.

Την προσοχή μου τράβηξε μία φωτισμένη σύνθεση αιωρούμενη στο κέντρο του χώρου. Χιλιάδες φύλλα σαν ιτιάς κρέμονταν στον αέρα σε χρώμα ήρεμο κίτρινο. Δεν ξέρω πόση ώρα το χάζευα στην αρχή προτού κάνω το πρώτο βήμα μέσα στην αίθουσα. Άρχισα να περπατάω στα σκοτεινά σχεδόν, κυκλικά γύρω από το έργο, προσπαθώντας να συλλάβω την όλη σύνθεση.

Κάποια στιγμή, ασυναίσθητα κράτησα για λίγο την ανάσα μου. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί, αλλά μετά αντιλήφθηκα πως ήταν γιατί το φως άλλαξε και έγινε μπλε. Χαμογέλασα σαν μικρό παιδί και ζωήρεψα το βήμα μου τριγύρω.

Θυμήθηκα τα λόγια της κοπέλας. Τα μάτια μου σπινθήρησαν και πήγα και στάθηκα ακριβώς από κάτω. Σήκωσα το βλέμμα μου προς τα πάνω και τα χέρια μου άγγιξαν τα φύλλα. Αν ο καλλιτέχνης ήταν κρυμμένος σε κάποια σκοτεινή γωνιά να παρακολουθεί τις αντιδράσεις μου, νομίζω ότι θα γελούσε ικανοποιημένος με την ανεμελιά που είχα εκείνη τη στιγμή.

Μετά από λίγο πάλι, ένιωσα κάπως σαν ασφάλεια, σαν σιγουριά. Το φως μόλις είχε γίνει γλυκό κόκκινο. Σαν να με αγκαλιάζει μητρική θαλπωρή. Να άγγιξε άραγε κάποια εμβρυϊκή μνήμη;

Συνέχισα να το περιεργάζομαι και νομίζω ότι θα συνέχιζα για ώρα, αν δεν είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να φύγω.

Τώρα που το ανασυνθέτω στο μυαλό μου, δεν πρόσεξα αν είχε ήχο η συγκεκριμένη εγκατάσταση, αλλά έχω έντονα την αίσθηση από τον ήχο που κάνει ο αέρας όταν περνάει ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων.
Ίσως γιατί τελικά το (κάθε) “χάρτινο φεγγαράκι” δεν είναι για να βρεις την απάντηση στο τί θέλει να πει ο ποιητής. Αλλά για να ανασκαλέψεις μέσα σου εικόνες και συναισθήματα και να κατακτήσεις λίγο ακόμα το ποιος είσαι.