Ένα καστράκι τόσο δα ήταν.
Πάνω στον παραλιακό δρόμο, το έτρωγε η αλμύρα και η λήθη.
Το εισιτήριο έκανε δυόμιση ευρώ, μπήκαμε δίχως δεύτερη σκέψη.
Το Μεσαιωνικό Κάστρο της Λάρνακας κατασκευάστηκε τον 12ο αιώνα πΧ για να υπερασπιστεί τη νότια ακτή της Κύπρου. Με τον καιρό όμως έπαψε να είναι απαραίτητο για να προστατεύει την πόλη και το λιμάνι. Στη σύγχρονη ιστορία του έγινε φυλακή, με την αγχόνη να λειτουργεί τελευταία φορά το 1948.
Σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε.
Σήμερα είναι μουσείο με παλιές φωτογραφίες, κεραμικά σκεύη και όπλα.
Αν το περπατήσεις, ανακαλύπτεις θολωτά δωμάτια, αλλόγλωσσες ταφόπλακες και μία ταξιδιωτική θέα από τις πολεμίστρες.
Το Κάστρο της Λάρνακας είναι ένα μικρό στολίδι σε μια γωνιά της πόλης που φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις. Στον υπαίθριο χώρο του φωλιάζει μία υπέροχη σκηνή περιτριγυρισμένη από μεσαιωνικά τείχη, ψηλά δέντρα, θάλασσα και έναν μιναρέ να υψώνεται σαν ψηφίδα της Ιστορίας.
Χάζευα από το παράθυρο τις λευκές καρέκλες πάνω στο πράσινο γρασίδι και σκεφτόμουν.
Δώσε στον άνθρωπο πέτρες, να σου φτιάξει τείχη. Τείχη για να σε κλείσει απ’ έξω, τείχη για να σε κλείσει μέσα.
Δωσ’ του μια κάμαρη κι αυτός μπορεί να εκτονώσει την πιο σκοτεινή κατάρα, εκείνη της ευκολίας ν’ αφαιρεί μιαν ανθρώπινη ζωή.
Κι έπειτα δώσε του πίσω τα τείχη και πες του να σβήσει το σκοτάδι, να φέρει φως, να φέρει ελπίδα.
Τότε θα τ’ ανοίξει και θα χωρέσει γράμματα, τέχνες, χαμόγελα. Τούτη τη φορά στην κάμαρη θα στολίσει ιστορίες της πόλης και θα πασχίσει για ρωγμές στη μνήμη και τον χρόνο.
Η μνήμη -σκοτεινή και φωτεινή- εγγράφεται στον χώρο και στέκει εκεί μέχρι να την ανακαλύψεις. Και το πιο ταπεινό μνημ-είο έχει κάτι να σου δώσει.
Αρκεί να διασχίζεις το κατώφλι του, όσο μικρό κι αν είναι.
Ένα καστράκι τόσο δα ήταν.