Το κουδούνι χτύπησε και οι πόρτες άρχισαν να ανοίγουν η μία μετά την άλλη. Φωνές πλημμύρισαν τον διάδρομο τρέχοντας στην αυλή για το διάλειμμα.
Οι τάξεις άδειασαν και τα παράθυρα όλα άνοιξαν να αεριστεί ο χώρος για την επόμενη ώρα του μαθήματος.
Λίγα παιδιά στο κυλικείο περιμένουν την κα Ελένη να μοιράσει κολατσιό και γέλια, μα εγώ πήρα ήδη το κουλούρι και φορεμένο σα βραχιόλι στο χέρι βγαίνω στην αυλή. Κάποια παιδιά παίζουν κρυφτό με “σπίτι” την μπασκέτα ενώ άλλα σκαρφαλώνουν και κάνουν τον γύρο του Μεγάλου Δέντρου. Πολύ αργότερα, φοιτητές πια, μάθαμε ότι έχει όνομα και λέγεται Φυτόλακας.
Στρίβω αριστερά για την τσιμεντένια βρύση. Έχει πέντε μεταλλικά βρυσάκια, αλλά έχω εντοπίσει ποιο είναι εύκολο στο πάτημα που να βγάζει και μπόλικο νερό να ξεδιψάσω.
Παίρνω τον δρόμο για το πλάι, τον στενό διάδρομο που οδηγεί στο πίσω μέρος της αυλής.
Πάντα με γοήτευε η Γεωπονική. Μέσα στην πρωτεύουσα να υπάρχει κάτι που να θυμίζει δάσος. Κάθομαι στα κάγκελα και το βλέμμα μου βουτά πίσω από τα δέντρα μήπως δω κάτι περίεργο.
Τα μόνα περίεργα που βλέπαμε βέβαια ήταν κάτι διστακτικές χελωνίτσες που έφταναν μέχρι τα σχολικά κάγκελα.
Στο πίσω μέρος της αυλής συχνάζουν τα εκτάκια. Ένιωθαν πιο ελεύθερα εκεί.
Όποτε έβρεχε, σχηματιζόταν μια μικρή λίμνη κι έκαναν αγώνα ποιος θα καταφέρει να πηδήξει με φόρα για να πιαστεί στα κάγκελα της Γεωπονικής δίχως να βρέξει τα παπούτσια του.
Στρίβοντας στο “μεγάλο πλάι” έβλεπες τους δύο φοίνικες να υψώνονται καμαρωτοί. Μια αλυσίδα παιδιών τεντώνουν τα χέρια τους για φτου ξελευθερία από τη “φυλακή” που έχουν ορίσει στην αρχή του κυνηγητού.
Έπεσε η ασθένεια του σκαθαριού και τους χάσαμε τους φοίνικες. Μαζί με τόσες παιδικές φιλίες B.F.F.E. χαραγμένες στα θρανία.
Ανάμεσα στους φοίνικες το “Σκάμμα” γεμάτο άμμο για τα αγωνίσματα. Ήταν πολύτιμο πια μόνο το φθινόπωρο που γέμιζε βρόχινο νερό και τρέχαμε όλοι να ναυπηγήσουμε τα καραβάκια μας φτιαγμένα από χαρτί.
Καταπίνω βιαστικά την τελευταία μπουκιά από το κουλούρι και πιάνω θέση για τη “γλύστρα”. Μία τσιμέντινη μπανιέρα που ποτέ δεν έμαθα σε τί χρησίμευε. Τη μάθαμε κι εμείς από τους μεγαλύτερους σαν ένα ωραιότατο παιχνίδι να κάνεις τον γύρο της ισορροπώντας πάνω στο λεπτό τοίχωμα.
Είχαν σπάσει χέρια και πόδια στη Γλύστρα.
Αυτό την έκανε περιζήτητη στα διαλείμματα για ακροβατικά πηδώντας από το ένα τοίχωμα στο απέναντι.
Όσο αυξανόταν ο βαθμός δυσκολίας, τόσο και το καμάρι του επιτεύγματος.
Στα παγκάκια προς τη Σπύρου Πάτση, κάτι παιδιά ρίχνουν τάπες, άλλα κοιτούν ένα κοριτσάκι που παίζει κουτσό στο ζωγραφισμένο με κιμωλία έδαφος. Οι φίλες της παραπέρα παίζουν λάστιχο και σχοινάκι.
Παρακάτω ανταλλάζουν αυτοκόλλητα απλωμένα στο χώμα. Δεν είχαμε κερκίδες τότε. Ήταν αυτονόητο ότι τα διαλείμματα ήταν για να ξελυσσάμε από τα μαθήματα που πιανόμασταν στις σκληρές ξύλινες καρέκλες. Αλήθεια, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί δεν είχαμε μαξιλαράκια στις καρέκλες μας.
Το σχολείο δεν έπρεπε να θυμίζει σπίτι.
Ίσως γι’ αυτό δεν είχαμε και πολύχρωμες ζωγραφιές στους τοίχους όπως έχουν σήμερα.
Το κουδούνι χτύπησε και τα παιδιά πήραν βουβά τον δρόμο του γυρισμού στην τάξη.
Ίσως με λίγη απογοήτευση.
Οι πόρτες έκλεισαν, τα βιβλία άνοιξαν και το μάθημα ξεκίνησε.
Καλή αρχή λοιπόν στα σχολεία, μικρά και μεγάλα.
Παίδες, οι αναμνήσεις αυτές θα σας συντροφεύουν μια ζωή.
Πόσω μάλλον μετά από την πανδημία του αιώνα που μας ταρακούνησε.