Επιλογή Σελίδας

Με κάλεσαν σε παιδικό πάρτυ. Ξέρετε, από αυτά που φοράς κωνικό καπελάκι και περπατάς σαν τον Γκάνταλφ ανάμεσα σε χόμπιτ.

Κάποια στιγμή, ακούω κλάματα από το ένα δωμάτιο. Θα βάρηκε κανα κοπέλι, σκέφτομαι και τρέχω να δω.
Ο Νικόλας πεσμένος στο πάτωμα, να κλαίει γοερά. Γονατίζω να δω πού έχει χτυπήσει.
“Η Κατερίνα δε θέλει να με παντρευτεί”, μου εξηγεί μέσα σε αναφιλητά και συνεχίζει να ποτίζει τη μοκέτα με δάκρυα.

Προσπαθώ να συγκρατήσω τα γέλια μου όσο του χαϊδεύω τα μαλλιά και σηκώνομαι να σκεφτώ τί μπορώ να κάνω. Κατευθύνομαι στο άλλο δωμάτιο ανακαλώντας ασυναίσθητα στη μνήμη μου επιστημονικές ερμηνείες (ήμαρτον) για τις πρακτικές σύναψης γάμων. Να κατανοήσω και να προτείνω λύση στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε.

Μπαίνοντας στο άλλο δωμάτιο, θωρώ τη Κατερίνα με διαμαντένιο στέμμα στο κεφάλι να προσφέρει τσάι σε ροζ σερβίτσιο στις φιλενάδες της που κάθονται γύρω από ένα μικροσκοπικό τραπέζι. Ανάμεσά τους ένα μικρό αγόρι με πουκάμισο σινιέ και ατίθαση μπούκλα Λατίνου.
Ξέχασα και επιστήμες και λογική
και τα πάντα όλα.
“Γιατί, Κατερίνα, δε θέλεις να παντρευτείς τον Νικόλα;”, ρωτάω αυθόρμητα και με απόλυτη φυσικότητα, σα να ρωτώ γιατί δεν έκανε τα μαθήματά της.

Η Κατερίνα δε γυρνάει καν να με κοιτάξει. Σερβίρει με ηρεμία το αόρατο τσάι στα ροζ φλυτζάνια που τα πίνουν κατ’ επανάληψη το ένα μετά το άλλο, και με μια απάθεια απαντά:
“Αγαπώ τον Γιάννη”.
Και απλώνει το χέρι της προσφέροντας και σ’ εμένα τσάι.
Ο μικρός καζανόβας δίπλα της ανασαλεύτηκε στη θέση του για να μου δηλώσει το παρών.

Ο δε Νικόλας που εν τω μεταξύ με ακολούθησε με ελπίδες, έχει αγκαλιάσει το δοκάρι της πόρτας πίσω μου, σκουπίζοντας τις μύξες στο ταπεινό του μπλουζάκι. Στη νέα απόρριψη, ανοίγει το στόμα διάπλατα σαν μάσκα αρχαίας τραγωδίας και αρχινά δεύτερο ημίχρονο οδυρμού τρέχοντας πίσω στη μοκέτα.

Μου ‘ρθε νταμπλάς. Να δώσω μια στο φλυτζάνι της αριστοκρατίας και να πω στο λιλιπούτειο φαμ φατάλ: “μωρή πού θα βρεις άντρα να πέφτει στα πατώματα για να σε παντρευτεί μωρή;;!”

Αλλά τινάχτηκα. Γιατί αμέσως θυμήθηκα ότι διαφωνώ με την ελληνική κοινωνία που γαλουχεί το κορίτσι από μικρή ηλικία για έναν μόνο προορισμό: αυτόν του γάμου.
Γιατί έτσι καταλήγει το κορίτσι να περιμένει ένα δαχτυλίδι για να νιώσει ότι επιτέλους τα κατάφερε στη ζωή της.

Δεν είπα πράμα.
Γυρνώ και ξανοίγω τις φιλενάδες της που τώρα κάνουν εβίβα της οικοδέσποινας.
Απλώνω το χέρι μου και πιάνω το ροζ φλυτζάνι.

Δεν εκάτεχα σε ποιανού την υγειά να πιω.
Της μοιραίας και ωραίας;
Του γόη καζανόβα;
Του πονεμένου λαϊκού παιδιού;

Ουφ.
Αυτά τα ερωτικά τρίγωνα μόνο
μπλεξά είναι.
Ας πιούμε σε αυτό.