Όταν έχεις ζήσει λοιπόν μία πανδημία με δικούς σου ανθρώπους να μπαίνουν στο νοσοκομείο και την καθημερινότητά σου να ζυγιάζεται σε κρούσματα, εμβολιασμένους, ανεμβολίαστους και συνεχείς απαγορεύσεις, κάθεσαι και επαναπροσδιορίζεις πολλά.
Ποιους ανθρώπους εκτιμάς, ποιοι σε αγαπούν, ποιους θέλεις δίπλα σου, με ποιους θέλεις να πιεις ένα κρασί στο πλατεάκι ενός χωριού.
Η ζωή μας ξαφνικά έγινε τόσο πολύπλοκη μα και τόσο απλή συνάμα.
– Θέλουμε λευκό κρασί. Είναι δικό σας;
– Έχουμε λευκό, αλλά δεν είναι δικό μας. Το ροζέ όμως είναι δικής μας παραγωγής.
– Τότε βάλε ροζέ.
Το πίνω γουλιά – γουλιά και νιώθω να ηρεμούν τα μέσα μου. Γνώριμες γεύσεις παλαιινές.
Σαν να πάνε να γίνουν όλα όπως παλιά.
Καφενείο, γλέντι, μια μουρνιά, τα τραπεζάκια ν’ απλώνονται τριγύρω.
Κι από πάνω να κρέμονται στη σειρά οι στρόγγυλες λάμπες -το σήμα κατατεθέν του ελληνικού καλοκαιριού.
Στην πλατεία αντηχεί αγαπημένο συρτό από το μαντολίνο του: “Συ μ’ έμαθες πώς αγαπούν”.
Ζητάμε δεύτερο καραφάκι από το ροζέ. Μας το φέρνουν κερασμένο από την απέναντι παρέα και τα ποτήρια υψώνονται εις υγείαν.
Ναι, σαν να γίνονται όλα όπως παλιά.
Κάποια στιγμή ρωτάμε αν επιτρέπεται να χορέψουμε. Στην πίσω μπάντα σκιας απού ‘ναι σκοτεινά, χωστά-χωστά.
Ντα ο χορός δε θέλει και πολλά.
Μούδε επίδειξη, μούδε φιγούρα.
Μόνο δυο – τρεις ανθρώπους που αγαπάς και λίγο κρασί ροζέ.
Του τόπου μας.
Καλό αποκαλόκαιρο!, τσουγκρίζει τα ποτήρια η παρέα σφίγγοντας συνάμα τις φθινοπωρινές ζακέτες.
Άντε, του χρόνου λέφτερα οι χοροί κι οι αγκαλιές.