Έφταξε ο ταχυδρόμος στο χωριό κι άφησε τις εφημερίδες από τη Χώρα. Τον είδε ο μικρός ν’ αλαργαίνει στον αμαξωτό κι έβαλε τα παπούτσια του να τρέξει στο καφενείο.
Να πάρει την εφημερίδα να τηνε φέρει του παππού για το ρεγάλο. Και δεν είναι τόσο το χαρτζιλίκι απού ‘παιρνε και το ‘καμε ντελόγο καραμέλες, πάρα ‘κείνο το ζεστό χάδι στα μαλλιά του από το ροζιασμένο χέρι του παππού.
Δρασκέλισε με φόρα το κατώφλι. Δυο χωριανοί καθόντανε στις ψάθινες καρέκλες, ένας ρουφούσε το φλυτζάνι, ο άλλος έπαιζε το κομπολόι.
– Ήρθα να πάρω την εφημερίδα του παππού!, είπε ο μικρός κι η φωνή του αντιλάλησε στους ασβεστωμένους τοίχους.
– Να τηνε πάρεις, απάντησε ο καφετζής δίχως να γυρίσει την πλάτη του από τον καφέ που ‘ψηνε.
Μα έχεις μια δουλειά πρώτα να κάμεις, συμπλήρωσε τρυφερά.
Χαρχάλεψε κάτι στα βάζα του.
Γύρισε μ’ ένα ζεστό χαμόγελο στα παιδικά μάτια που ‘χαν γουρλώσει όλο απορία πίσω από τον μαρμαρένιο πάγκο.
Μια βανίλια υποβρύχιο ήρθε και προσγειώθηκε μπροστά τους.
Η απορία γίνηκε καρδιοχτύπι.
Χαλάλι και η εφημερίδα και το ρεγάλο και οι καραμέλες.
Λέω πως αν η παιδική μας ηλικία είχε γεύση, θελά ‘τονε βανίλια σ’ ένα ποτήρι κρυγιό νερό.
#ΑφτάρμιστάΜας με τη Μαρία-Στέλλα Ζεάκη
* Δημοσίευση στη σελίδα (facebook): Αφτάρμιστά μας – Εκπομπή Λαογραφίας