Έρχεται μία στιγμή σε κάθε ταξίδι, που πιάνω τον εαυτό μου να μουρμουρίζει:
“μου λείπουν τα βουνά μου”.
Και ενώ μπορεί στον ξένο τόπο που βρίσκομαι εκείνη την ώρα ν’ αντικρίζω εφτάμορφα βουνά και θάλασσες,
ένας στεναγμός θα πορίσει καψαλίζοντας τα μέσα μου.
Να μου θυμίσει τα δικά μου βουνά.
Με ένα κτητικό “μου”, να βαραίνει όπου κι αν πάω.
Κι εμένα, και τον καθένα απ’ αγαπά τα βουνά του.
Όταν ήμουν μικρή και τρυγούνιζα τις λέξεις,
ανέ μπεγιέντιζα καμιάν άγνωστη, έτρεχα στη μάνα μου.
Εκείνη με δασκάλευε να τη σπω σε μικρότερες, να δω ‘πο πού βγαίνει κι ήντα σημαίνει.
– Τί θα πει νοσταλγία, μαμά;
– Από ποιες λέξεις βγαίνει;, απαντούσε με ερώτηση.
Μα δεν εκάτεχα τον νόστο και το άλγος, κι έκαμε ‘κείνη να μου εξηγεί τον πόνο για τον γυρισμό.
Κι έπαιρνε τη λέξη ύστερα και την έβαζε μέσα σε ιστορίες, να τηνε καταλάβω, να τηνε κάμω δική μου.
Έτσι μού μίλησε πρώτη φορά για τον πόνο του Οδυσσέα προτού καν διαβάσω την Οδύσσεια.
Δε θα πω ότι στην Κρήτη έχουμε ‘μορφύτερα βουνά. Όλη η Ελλάδα έχει ομορφιές,
απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κι όπου θελα βρεθώ, θα τσι ‘ποθαμάξω.
Μα κείνη τη γ-ώρα που θα τσι ‘ποθαμάξω, την ίδια στιγμή θα νοσταλγήσω τις δικές μας.
Και τότεσας είναι απού βγαίνει ο στεναγμός,
σα την ξωθιά να μ’ ανελώσει, μη λησμονήσω τάξε πως είμαι αλάργο.
Δεν ανεμαζώνεται ο λογισμός ύστερα, σαμε να γιαείρω.
Ευχή και κατάρα τα βουνά.
Τα δικά μου βουνά.
Τα δικά σου βουνά.