Υπάρχουν κάποιες σκηνές που επαναλαμβάνονται σαν ντεζαβού σε κάθε χωριό που πάω να κάνω έρευνα.
Μα σε κάθε χωριό.
Η ιστορία ξεκινάει πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Κάνω μια βόλτα στο χωριό και περνάω από κάποιαν αυλή. Κοντοστέκομαι να καλημερίσω την πρωινή συντροφιά που έχει μαζευτεί για τον καθιερωμένο ελληνικό. “Έλα να πιούμε καφέ”, τιτιβίζουν όλες μαζί, ε, δε θέλω κι εγώ πολύ για να κουκουβίσω σε παρέα γυναικών και δη γιαγιάδων και στρογγυλοκαθίζω.
Συνεχίζουν τη συζήτηση λέγοντας τα νέα από το προηγούμενο βράδυ που χώρισαν. Αναπτύσσουν τα γενεαλογικά δέντρα των συγχωριανών, σχολιάζουν τον καιρό, παραπονούνται για τα παιδιά ή/και εγγόνια τους που ακόμα να παντρευτούν. Καταλήγουν στο αιώνιο θέμα του τί θα μαγειρέψουν το μεσημέρι και στις παραλλαγές της προτεινόμενης συνταγής.
Εγώ, όσο πίνω τις γουλιές και προσπαθώντας να αποφύγω τα κουλουράκια, πιταράκια, μα-δεν-τρως-πράμα-φάε-τυράκι, γυρίζω πάντα την κουβέντα σε ζητήματα σχετικά με την έρευνά μου. Όλες μού απαντούν με χαρά σε κάθε τι. Και όσο τις ρωτάω, τόσο ενθουσιάζονται να μου λένε περισσότερα για τη ζωή τους και το ίδιο το χωριό.
Σιγά-σιγά, μια σπίθα και συνάμα απορία φωτίζει το πρόσωπο κάποιας γιαγιάς από το ζωηρό μελίσσι. Αναζητά μια πρώτη απάντηση εστιάζοντας το βλέμμα της στα δάχτυλά μου. Πρώτα στο δεξί χέρι και μετά στο αριστερό. Έπειτα στρέφει με ευγένεια τη συζήτηση σε ‘μένα και οι ρόλοι αλλάζουν: εκείνη ρωτά, εγώ απαντώ. Για εμένα, τη σκούφια μου, το σπίτι, τη δουλειά μου. Η τελευταία ερώτηση που θα κάνει, είναι και ερώτηση sos:
“Και κατέχεις να μαγειρεύεις;”
Τα ίδια σε κάθε χωριό.
Την πρώτη φορά σάστισα όχι με την ίδια την απορία, αλλά με τα πολλαπλά της σημαινόμενα που βάλθηκαν να εντοπίσουν τα γρανάζια μου.
Δεν μπόρεσα όμως τότε να βρω αυτό που έκανε τελικά το ερώτημα πιο καίριο κι από
το Ε1 μου.
Γύρισα και κοίταξα τις υπόλοιπες. Όλα τα βλέμματα πάνω μου. Εκείνη η στιγμή, τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει να ήταν πολύ κρίσιμη για την ένταξή μου στην υπό μελέτη ομάδα. Απάντησα καταφατικά το αυτονόητο και τα φλυτζάνια αφέθηκαν με ανακούφιση στα πιατάκια τους.
Μάζεψα το δικό μου να το γυρίσω στην κουζίνα και έπλυνα ό,τι βρήκα, βιαστικά καθώς με καλούσαν να γυρίσω στην παρέα που εν τω μεταξύ έγνεφε παινέδια. Βγήκα σκουπίζοντας τα χέρια μου και απολογήθηκα για τον ξένο νεροχύτη:
“Νιώθω σαν να βρίσκομαι σε δικό μου σπίτι. Σα να ‘στε δική μου γιαγιά”.
Αυτό ήταν. Σαν να της έδωσα την πάσα που περίμενε ο Δέλλας το 2004, η γιαγιά ξεστόμισε αυτό που κρατούσε τόσηνα ώρα στην άκρια της γλώσσας της:
“Πού κατέχεις; Μπορεί να γενώ κιόλας…”