Από τα πιο δύσκολα σημεία σε μια επιτόπια έρευνα είναι να διαχειρίζεσαι μέσα σου το πένθος που βιώνει ένα ολόκληρο χωριό. Γιατί βιώνεις και εσύ τον πόνο, ακόμη και αν δε γνώριζες προσωπικά τους ανθρώπους που έφυγαν.
Περίμενα στη στάση του χωριού το λεωφορείο και είδα στο παγκάκι μια πεταλούδα, μια “ψυχούλα” όπως τη λέγαμε όταν ήμασταν μικροί. Αν έμπαινε κάποια στο σπίτι μας, δεν τη διώχναμε, γιατί έλεγαν οι παλιοί πως ήταν η ψυχούλα κάποιου που έφυγε και είναι εδώ για να μας προστατεύει.
Βλέποντάς την, κάπου οι συνειρμοί μπέρδεψαν, και στην “ψυχή” ήρθε και ακούμπησε η λέξη “ευχή”.
Και θυμήθηκα τότε σε μια λαογραφική έρευνα, που κατέγραψα κάποτε ένα παραμύθι.
Ο ήρωας, προτού φύγει από το σπίτι, αποχαιρετά τους γονείς του. Εκείνοι του δίνουν την ευχή τους ως το μοναδικό εφόδιο στη ζωή:
“Εδά απού φεύγεις, εμείς δεν έχωμε πράμα να σου δώκουμε παρά την ευκή μας. Κι όντε θα θέλεις βοήθεια, θα λες ‘έλα ευκή τση μάνας μου και του πατέρα μου’. Κι όλα θα γίνουνται”.
Η ηλικιωμένη αφηγήτρια δεν έλεγε ‘ευχή’. Αλλά ‘ευκή’. Και όσο και αν φαίνεται φτωχή η λέξη έτσι γραμμένη, τόσο τρυφερή θα ακουστεί στα αυτιά σας αν την ψιθυρίσετε.
Ευκή. Σαν να κρύβει μέσα της όλη την αγάπη του κόσμου μα και τον πόνο του αποχωρισμού. Σαν να κρύβει την ασφάλεια της αγκαλιάς μα και την αγωνία της μοίρας.
Σαν να εννοεί: “Ζήσε καλά, μα η ευκή μου θα σου βοηθά πάντα”.
Έκατσα προσεκτικά στο παγκάκι για να μην την τρομάξω και φύγει. Θαρρώ πως δεν μπέρδεψαν τυχαία οι λέξεις…
Καλή δύναμη στις οικογένειες.