Θυμάμαι τον αείμνηστο Σεραφείμ Φυντανίδη, δημοσιογράφο και διευθυντή μεγάλων εφημερίδων της χώρας, όταν ήρθε στο πανεπιστήμιο να μάς κάνει μάθημα. Φοιτητές εμείς, στα χρόνια του πτυχίου. Μέσα σε τρεις ώρες διάλεξης που τον ξεζουμίσαμε τον άνθρωπο με ερωτήσεις για το επικοινωνιακό και μηντιακό πεδίο της χώρας, δε θα ξεχάσω τα λόγια του για την πορεία της εφημερίδας: “μέχρι το 1990 δεν είχαμε ανταγωνιστή. Έπειτα ήρθε η ιδιωτική ραδιοφωνία, η ιδιωτική τηλεόραση και αργότερα οι δωρεάν εφημερίδες (free Press) και το διαδίκτυο. Οι εφημερίδες άρχισαν να συρρικνώνονται, ειδικά οι καθημερινές που δεν προλάβαιναν τις εξελίξεις. Όμως… Η εφημερίδα δε θα πεθάνει ποτέ…” υπογράμμισε και συνέχισε να μάς μιλάει για τη γοητεία του παλαιού αυτού μέσου.
Η εφημερίδα λοιπόν δε θα πεθάνει ποτέ. Μπορεί να μειωθεί το τιράζ της (ο αριθμός αντιτύπων που διανέμονται), μπορεί να μειωθεί η λειτουργία της ως μέσο έγκαιρης ενημέρωσης αφού πλέον μπήκαν στην αρένα τα social media που εξασφαλίζουν απίστευτες ταχύτητες στην είδηση.
Σε μία κοινωνία όμως που στηρίζεται αρκετά στις μικρές εθνοτοπικές της ταυτότητες, η εφημερίδα επινοεί έναν εξίσου σημαντικό ρόλο να επιτελεί: τον ρόλο της συνοχής και της συμβολικής ταυτότητας. Μια τοπική εφημερίδα δημιουργεί έναν συμβολικό τόπο στον οποίο συνενώνει ανθρώπους από κοινό Εδαφικό τόπο. Ενημερώνει για τα νέα του χωριού, όχι από ανάγκη έγκαιρης ενημέρωσης, αλλά από ανάγκη διαφύλαξης -scripta manent, verba volant. Κάπως έτσι δημιουργεί μία κιβωτό μνήμης. Συλλογικής μνήμης που καταγράφει το παρελθόν και σταθεροποιεί το μέλλον: “Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι“, λέει μια γνωστή ρήση.
Όταν παίρνω στα χέρια μου εφημερίδα νιώθω τα γρανάζια της μηντιακής επικοινωνίας: διαμεσολαβημένο μήνυμα από τον πομπό στον δέκτη αλλά με χρόνο διαθέσιμο προς κατανάλωση και επεξεργασία. Και είναι μετά και αυτή η ρετρό γοητεία… Ο ήχος από το ξεφύλλισμα των σελίδων που σε μεταφέρει σε μιαν άλλη εποχή και η ασπρόμαυρη εκτύπωση που ξεκουράζει τα μάτια από τα έντονα χρώματα της οθόνης. Ή η δυσκολία να διαχειριστείς τις σελίδες μεγάλου μεγέθους που σε κάνει να γελάς σαν μικρό παιδί όταν προσπαθεί να ξεδιπλώσει το τραπεζομάντηλο της Κυριακής.
Η Φωνή των Μελαμπιανών είναι μία εφημερίδα από το 1978 που μετράει 238 φύλλα στην ιστορία της. Είναι συγκινητικό να σκέφτεσαι ότι τις ίδιες κινήσεις, το ίδιο ξεφύλλισμα και την ίδια χόρταση από την ανάγνωση απολαμβάνουν Μελαμπιανοί αναντάμ παπαντάμ. Και είναι αυτή μία από τις γοητείες του παλαιού τούτου μέσου. Να συνενώνει όχι μόνο σε έναν άξονα οριζόντιο (απανταχού μελαμπιανούς στο τώρα) αλλά και σε έναν κάθετο, διαγενεακό.
Όσοι λαμβάνετε τις εφημερίδες των χωριών σας ταχυδρομικώς ή απευθείας από το καφενείο του χωριού, αφιερώστε μια μικρή τελετουργία μόλις την παίρνετε στα χέρια σας: φτιάξτε ένα βραστάρι με βότανα και καθίστε σε μία γωνίτσα να απολαύσετε με ηρεμία. Την εφημερίδα, τα βότανα, το χωριό.
Γιατί η εφημερίδα δε θα πεθάνει ποτέ.
ΥΓ. Ταιριάζει και με ελληνικό καφέ.