Φθινοπώριασε και είναι η εποχή που μυρίζουν οι πρώτες ξυλόσομπες. Η θερμοκρασία ολοένα πέφτει και το νερό στις βρύσες του χωριού τρέχει ακόμη πιο κρύο…
Αλλόκοτες μέρες ζούμε. Θυμήθηκα το περσινό φθινόπωρο, πρωτομηνιά του Σεπτέμβρη ήταν που ανεμάζωξα τα κοπέλια του χωριού στον Πρίνο να τους πω παραμύθι. Ανέβηκαν τα πέτρινα σκαλιά και έκατσαν τριγύρω μου σαν τα κλωσσόπουλα, ενώ δύο γιαγιάδες σίμωσαν ν’ ακούσουν κι εκείνες. Μέρωσε η καρδιά μου κι έβαλα αρχή: “Μια βολά κι ένα γ-καιρό…”.
Έτσι καλωσορίσαμε πέρυσι το φθινόπωρο. Και συνεχίσαμε για λίγο να μαζευόμαστε στο ίδιο σημείο για τα λαϊκά παραμύθια. Είναι όμορφο να βλέπεις μικρούς και μεγάλους να τα μοιράζονται. Γιατί τούτα τα μνημεία του λόγου έχουν μία θεραπευτική διάσταση. Αν αλλάξεις τον τόνο στη λέξη, τα παραμύθια γίνονται παραμυθία. Και παραμυθία θα πει παρηγοριά. Τούτες οι ιστορίες, παρα-κείμενες στον μύθο, σού υπενθυμίζουν ότι ο ήρωας, όσο ευάλωτος και αν νιώθει, όσες δυσκολίες και αν περάσει, πάντα θα έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει ένα φωτεινό τέλος.
Ιστορίες παλαιινές λοιπόν λέγαμε σ’ εκείνη τη μικρή γειτονιά του χωριού κάποια απογεύματα, ώσπου ήρθε ο κρύος χειμώνας κι επόμεινε ο Πρίνος μοναχός να περιμένει την επόμενη χρονιά.
Και η επόμενη χρονιά έφτασε, αλλά διαφορετική.
Δίχως εκδηλώσεις, δίχως γλέντια. Και δίχως παραμύθια.
Είναι στη φύση όμως του ανθρώπου ν’ αναζητά τις ιστορίες, να τις φυλά μέσα του, να τις ανασκαλεύει. Να τις ακούει προσεκτικά, να τις μοιράζεται. Ένας δυναμικός homo narrans που αφηγείται εμπειρίες, σε όποια κοινωνία και εποχή ζει.
Κάπως έτσι φέτος, στις αυλές και τα καφενεία του χωριού άκουγες ιστορίες. Ιστορίες διαφορετικές. Έσμιγαν οι απανταχού χωριανοί κι άρχιζαν να ‘φαίνουν την κουβέντα γύρω από την πανδημία. Πώς πέρασε ο καθένας στην καραντίνα, πώς ένιωσε, τί στερήθηκε. Ποια περιστατικά τον έκαναν να γελάσει, να φοβηθεί, να δυσανασχετήσει. Οι μάσκες ένα από τα κεντρικά θέματα συζήτησης, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί ένα άλλο. Στις εσμιγιές των μελαμπιανών ζωήρευαν μικρές κυψέλες, να μοιραστούν γνώμες και συμβουλές. Να μοιραστούν μνήμες και συναισθήματα. Μα δίχως να το κατέχουν, μοιράζονταν συνάμα παρηγοριά κι ελπίδα.
Γιατί όσο ευάλωτος κι αν νιώθει ο ήρωας, πάντα καταφέρνει να περνάει τις δυσκολίες.
Κι όταν τις περνάμε όλοι μαζί, δείχνει πιο φωτεινό το τέλος.
Κάπως έτσι θα φτάσουμε μετά από χρόνια ν’ αφηγούμαστε μια ιστορία αλλιώτικη όπου “Μια φορά κι έναν καιρό…”
*Δημοσίευση στην εφημερίδα “Η φωνή των Μελάμπων”