Πρωτομηνιά σήμερο και μου ‘ρθε η γ-όρεξη να πω παραμύθι στα μικρά του χωριού μας.
Δυο κορίτσια έστεσα στον κάτω αμαξωτό απού περνούσαν μπροστά απ’ το καφενείο.
“…θα σας περιμένω στον πρίνο, στις έξι το απόγευμα, μόνο να το πείτε και στ’ άλλα παιδιά”.
Πέρασε το μεσημέρι, τα σοκάκια άρχισαν να ζωηρεύουν, μαζί και τα καφενεία.
Πήρα τον δρόμο για τον πρίνο.
Στάθηκα έξω από το παρεκκλήσι και έκανα λίγους βηματισμούς πάνω-κάτω. Δεν εκάτεχα αλήθεια, αν θ’ ανεμαζώνουνταν τα κοπέλια, αν θ’ άφηναν τις οθόνες τους για να ακούσουν παραμύθια των παλιών ανθρώπω, παραμύθια ξεχασμένα.
Το ρολόι των Τεσσάρω Μαρτύρων έδωσε έξι χτύπους.
Τους μέτρησα έναν-έναν λες και καρτερούσα βουκολικά τον καλό μου σε κάποιο απόμερο ξωκλήσι.
Και τότε, σαν σε σκηνή από ταινία, άρχισαν να ξεπροβάλλουν ζωηρά από τα στενά, κάποια μικρά του χωριού μας. Χάχανα, γέλια, φωνές. Ανέβηκαν τα σκαλάκια και έκατσαν τριγύρω μου σαν τα κλωσσόπουλα.
Μα ήρθαν και δύο γιαγιάδες ν’ ακούσουν κι αυτές τα παραμύθια.
Μέρωσε η καρδιά μου κι έβαλα αρχή:
“Μια βολά κι ένα γ-καιρό…”
Υπάρχει μωρέ πιο γλυκός τρόπος να καλωσορίσεις το φθινόπωρο;
Το λοιπόν, καλό μήνα σάς εύχομαι, καλή εποχή!