Σε ένα παλιό φρούριο, αλ Κούλε, με βασιλικούς τάφους μιας δυναστείας της πόλης Φεζ.
Από τη μια μεριά του λόφου η πανοραμική θέα της πόλης, με την παλιά μεδίνα και τη σύγχρονη να βουίζουν σαν μελίσσια. Από την άλλη μεριά, ένα παλιό νεκροταφείο με τον ήλιο να δύει κατανυκτικά πίσω από τους τάφους.
Ο συνειρμός πήγε να παίξει λίγο με τη δύση της ζωής και του ήλιου, αλλά ‘γανάχτησε η σκέψη που δεν την ξεκουράζω ποτέ.
Μια παρέα νεαρών είχαν ανέβει τον λόφο με τα μηχανάκια τους, να ξεφύγουν από τη φασαρία της πόλης και τα παζάρια. Να φύγει το μάτι τους από τα στενά σοκάκια και τις αγορές.
Μοιράζονταν ένα τσιγάρο, χαζεύοντας τη θέα. Οι κουβέντες τους έσπαγαν τη σιωπή της κορφής.
Πιο πέρα ένα ζευγαράκι καθόταν σε ένα πεζούλι. Το κορίτσι με ροζ μαντήλα στα μαλλιά, ο νεαρός ντρεπόταν να την κοιτάζει στα μάτια πολλή ώρα. Αναρωτήθηκα τί χρώμα να είχαν τα μαλλιά της. Αναρωτήθηκα αν τα έχει δει και εκείνος.
Μικρά παιδιά μάς πλησίασαν με τάπερ να μας πουλήσουν κορόμηλα σε ξιδόνερο. Στράφηκαν έπειτα προς το ζευγάρι.
Κάποια στιγμή, παιδικά γέλια αντήχησαν και δύο μικρά κορίτσια πρόβαλαν πίσω από τα χαλάσματα τρέχοντας προς το μέρος μου. Σήκωσα το κινητό να απαθανατίσω τη στιγμή.
Στα επόμενα βήματα, το πιο μικρό σκόνταψε και έπεσε.
Την πλησίασα και έσκυψα να τη σηκώσω.
Γύρισε και με κοίταξε. Δεν έκλαψε.
Χρυσαφένιος ο ήλιος έπεσε πια πίσω από τα ερείπια και ήταν να σαν είδα την τελευταία αχτίδα στα μάτια της.
Καστανά μάτια της Αφρικής, πανέμορφα, ολοστρόγγυλα, με μεγάλες βλεφαρίδες. Ξαναβρήκαν τη ζωηράδα τους σε λίγα δευτερόλεπτα.
Φίλησα το γρατζουνισμένο της γόνατο και τη σήκωσα. Η μητέρα της πέρα, μου ‘γνεψε με το κεφάλι ευχαριστώ. Ανταπέδωσα το χαμόγελο.
Αυτά τα μάτια της μικρής, σκέφτηκα κατηφορίζοντας, θα σκλαβώσουν καρδιές.
Αν δεν προλάβει να τα σκλαβώσει πρώτα η μπούρκα