Το ρυτιδιασμένο χέρι έπιασε τα μικροσκοπικά δάχτυλα και τα ‘βαλε στην ποδιά της. Πήρε έπειτα τις δύο κλωστές, ζύγισε με το μάτι το μήκος που χρειαζόταν και τις έκοψε με το τρίπαλιο ψαλίδι – προίκα κι αυτό από τη μάνα της. Ένωσε τις δυο κλωστές μ’ έναν κόμπο στη μιαν άκρια για να τις στρίψει στη συνέχεια ζευγαρωτά. Σπίθισαν τα παιδικά μάτια μπροστά στην τελετουργία και θυμήθηκαν το πρωί που ‘χαν δει δυο κοτσυφούς στην αυλή. Πέταξαν από το κλαδί ψηλά κι όσο ανέβαιναν έσμιγαν τα φτερά τους κι έστριβαν ζευγαρωτά. Να, σαν τις κλωστές τση γιαγιάς της εδά.
“Μάρτη σου βάνω, να μη σε κάψει ο ήλιος“, εξήγησε η γιαγιά μ’ ένα ζεστό χαμόγελο, τυλίγοντας το δίχρωμο σχοινάκι γύρω από τον μικρό άσπρο καρπό. Το κορίτσι άκουγε προσεκτικά τα λόγια τα παλαιινά: “όντε θα ‘ρθει ο καιρός, θα βγάλουμε τον μάρτη και θα τον κρεμάσουμε στο δεντρό απ’ όξω, στην αυλή. Να το πάρουν τα χελιδόνια που θα ‘ρθούν, να το βάλουν στις φωλιές τους“, συνέχισε δένοντας τις δυο άκριες με τον τελευταίο κόμπο.
Το παιδικό χέρι ‘πόμεινε στη ζεστή ποδιά, να καμαρώνει για τούτο το μυστηριακό κόσμημα,
σα να ‘ταν κειμήλιο οικογενειακό,
σα να ‘ρχόταν από τα βάθη των αιώνων…
Καλό Μάρτη, καλή Άνοιξη!
*Ανάρτηση στη σελίδα (facebook) της ραδιοφωνικής εκπομπής “Αφτάρμιστά Μας – Εκπομπή Λαογραφίας”