Επιλογή Σελίδας

Στην αίθουσα του πολιτιστικού συλλόγου χθες, τα τραπέζια ήταν έτοιμα στρωμένα με την τσόχα για την πρώτη των καλοκαιρινών μας δράσεων, το τουρνουά πρέφας. Άντρες όλων των ηλικιών άκουγαν με προσοχή τα ονόματα που κληρώνονταν. Οι διαγωνιζόμενοι πήραν τις θέσεις τους και το παιχνίδι άρχισε. Τριγύρω οι εθελοντές βοηθούσαμε σβέλτα και αθόρυβα.
Αθόρυβα ‘δα… 

Στάθηκα να δω στη μία πλευρά της αίθουσας την έκθεση φωτογραφίας των συγχωριανών. Ο φετινός διαγωνισμός είχε θέμα: “Σοκάκια μου μελαμπιανά”. Απολάμβανα να βλέπω να συζητούν μπροστά από μια φωτογραφία τα όσα δε φαίνονται: ποιος μπορεί να την έβγαλε, ποιανού είναι το σπίτι που απεικονίζεται, τί θυμούνται από ‘κείνο το στενό…

Ετοιμάσαμε έπειτα τις αφίσες για το γλέντι του 15αύγουστου. Με όποια δουλειά κι αν καταπιάνονται τα γυναικεία χέρια, οι κουβέντες οι γελαστές είναι που τη δρομώνουν. Έφυγα απ’ τον σύλλογο και στάθηκα στην έκθεση αγροτικών προϊόντων για το απαραίτητο shopping therapy. Σαπούνια, λικέρ, μαρμελάδες, μέλι, κοσμήματα, τσάντες. Μεταξύ άλλων πήρα και ένα χειροποίητο κεντητό τετράδιο με τίτλο “Οι συνταγές μου”. Λέω να βάλω τις φιλενάδες μου, τις μεγάλες γυναίκες του χωριού, να μου γράψουν από μια συνταγή η καθεμιά.

Ακούσαμε φωνές, γέλια, μια μεγάλη ζωηρή παρέα. Περνούσαν οι πενηντάρηδες! Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο, μαζεύονται όσοι κλείνουν τα 50 και το γιορτάζουν. Συγκεντρώνονται στο δημοτικό, να θυμηθούν τα παλιά χρόνια στα θρανία και παίρνουν τον δρόμο για την ταβέρνα.
Στα καφενεία, τούς σταματούσαν να τους κεράσουν ρακές. Μ’ έστεσαν κι εμένα να πιω μια. Ζωηρή η πατούλια ανηφόρισε για την Πάνω Βρύση ενώ στα μπαλκόνια έβγαιναν οι ανθρώποι και τους εύχονταν: “Μπράβο! Ν’ αξιωθείτε και στα εκατό!!”. Τελευταίος ακολουθούσε με την κατσούνα ο δάσκαλός τους, κος Γιώργος Δουκάκης, ετών 80.

Έφτασαν στην Πάνω Βρύση. Δυο τρεις γυναίκες πέταξαν νερό η μια στην άλλη και δροσερά χαχανητά ξέσπασαν στην παρέα. Ένας-ένας έπειτα πλησίαζαν κι έσκυβαν να πιουν νερό. Φαίνεται πως τα πάντα εδώ στο χωριό περνούν από την Πάνω Βρύση.
Λες και είναι ιερό το νερό τούτο.
Λες και είναι μνήμη.
Και σαν το πίνεις, σμίγεις με τις γενιές, τις προηγούμενες και τις επόμενες.

Τελευταίος, ο παπά Βαγγέλης αφού τους άφησε όλους να πιουν, έσκυψε κι εκείνος να δροσιστεί.

Βγήκαν ρακές απ’ το απεναντινό σπίτι, χαιρέτησα κι έφυγα.
Κάπου αλλού είχαν στήσει πάλι παρέα, άκουγα μαντινάδες κι όρεξη.

Απ’ όποιο σοκάκι κι αν περάσεις, σε κερνούν.
Το βρισκούμενο και την αγάπη.

Έτσι πρέπει να ‘ναι τα καλοκαίρια μας.
Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή μας όλη.

Στο χωριό.

#μένουμεΜέλαμπες