Πριν 10 χρόνια έζησα για λίγο καιρό στον Ζαρό, καταγράφοντας Γητειές της Κρήτης. Κάθε μέρα περνούσα από τη Μαρία Ζαχαριουδάκη που δούλευε τους αργαλειούς της από το πρωί μέχρι αργά. Της έλεγα για την επιθυμία μου να αποκτήσω κάποτε έναν και εκείνη – όλο αγάπη- με άφηνε να κάθομαι σε έναν δικό της. Έτσι, στα μεσημεριανά διαλείμματα που δεν μπορούσα να παίρνω συνεντεύξεις από τους κατοίκους, τρύπωνα στον οντά της Μαρίας και ύφαινα την πρώτη μου κουρελού.
Από τότε, έψαχνα και μάζευα εξαρτήματα. Από τις κρητικές μου γιαγιάδες, φίλους, γενναιόδωρες γυναίκες. Όμως η ανάγκη να αποκτήσω δικό μου αργαλειό μεγάλωνε με τα χρόνια.
Και κάπως έτσι, βρήκα πριν λίγο καιρό τη Ρένα Τσιράκου με το Χειροποίητο Αργαστήρι στις Λίμνες Μεραμπέλλου.
Η Ρένα δημιουργεί επιτραπέζιους φορητούς αργαλειούς και ξέρει όλη τη διαδικασία επεξεργασίας του μαλλιού από την κουρά μέχρι τη βαφή και το μιτοχτένιασμα.
Της παρήγγειλα πριν εβδομάδες τον δικό μου κι όταν ήταν σχεδόν έτοιμος, πήγα σαν το κοπέλι να κουκουβίσω δίπλα της. Είχε γεμίσει το πίσω αντί με το στημόνι και με περίμενε να κάνουμε το μίτωμα. Έβλεπα τα δάχτυλά της επιδέξια να περνούν τις κλωστές στο σύγχρονο μικρό εργαστήρι. Κάποια στιγμή με κάθισε στη θέση της, να κάνω εγώ το μίτωμα. Με παρακολουθούσε και με διόρθωνε, προσθέτοντας συμβουλές και μικρά μυστικά.
Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα ένα ξημέρωμα στις Μέλαμπες που με πήραν γιαγιάδες να ξεκινήσουμε το μίτωμα σ’ έναν τρίπαλιο αργαλειό, με 4 μιτάρια κιόλας. Όφου Θε μου η υπομονή ντωνε. Μονάχα τις ξάνοιγα, πού να χώσω εγώ άμαθα τα δαχτύλια μου ‘κεια μέσα.
Το να μαθαίνεις μία τέχνη βιωματικά από γυναίκες του τόπου σου είναι ευλογία.
Και είναι πολύ, μα πολύ φωτεινό που η χειροτεχνία έχει αρχίσει να παίρνει στην καθημερινότητά μας τη θέση που της αξίζει.