Χθες το βράδυ, μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει, βγήκαμε στην Ανάληψη. Θα παρατηρούσαμε τ’ άστρα. Σε έναν τόπο που θαρρείς πως δε θα ταίριαζε άλλο ξωκλήσι να αφιερωθεί, παρά την Ανάληψη.
Ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα, τον ουρανό και τη γη. Πιο κοντά θα πεις στον ουρανό παρά στσ’ ανθρώπους.
Μας καλωσόρισε φωτεινά ο Αποσπερίτης. “Ο πλανήτης Αφροδίτη”, μάς σύστησαν οι δύο νεαροί ειδικοί που θα μας ξεναγούσαν στον ουράνιο θόλο. Παρακεί οι άλλοι πλανήτες: Δίας, Κρόνος, Άρης. Για εμάς, ίσαμε δα, ήταν όλοι τους αστέρια.
Εκατό ανθρώποι θα ήμασταν με τα βλέμματα ψηλά, να κοιτάμε τ’ άστρα. Σαν μικρά παιδιά. Ξεχωρίσαμε τη Μεγάλη Άρκτο κι από ‘κει, πώς να βρίσκουμε τον Πολικό Αστέρα και τον Βορρά. Αν χαθούμε ποτέ, να βρούμε σκιας τον δρόμο μας… Δεν είναι τυχαίο πως όποιος χάνεται, όπως κι αν χάνεται, στρέφει το βλέμμα του ψηλά, στον ουρανό.
Μια παρέα γυναίκες κάθονταν στο πεζούλι της εκκλησιάς. Δε σίμωσαν καθόλου τα τηλεσκόπια. Ήρθαν για τη θέα, ήρθαν για παρέα. Μα εγώ θαρρώ πως οι γυναίκες κατέχουν από μόνες τους τούτα τα πρώτα μυστικά του κόσμου.
Ανάμεσα στους μύθους και τις παλιές ιστορίες, αναζητήσαμε τη Μικρή Άρκτο, την Κασσιόπη, την κόμη της Βερενίκης. Τον Τοξότη που περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Τον Γαλαξία που πέταξε η Ήρα αποθηλάζοντας τον Ηρακλή. Τον Αστερισμό του Σκορπιού που κυριαρχεί με το κεντρί και τις δαγκάνες του.
Κάπου ένα αστέρι έπεσε και κάποια κορίτσια αναφώνησαν. Οι επιστήμονες μάς εξήγησαν για τα πετραδάκια του διαστήματος που πέφτουν και φλέγονται. Για ‘μενα θα είναι πάντα πεφταστέρια που κουβαλούν τα μακάρι του κόσμου. Από τα βάσανα που φλέγεται.
Με το βλέμμα μας χαράξαμε το Θερινό Τρίγωνο και κάπου εκεί οι αστερισμοί της Λύρας και του Αετού λες και σκούντηξαν καζαντζακικές ιδέες. Και ξύπνησαν μέσα μου τον κρητικό ουρανό που ‘γραφε πως ξεχωρίζει απ’ τους αποδέλοιπους.
Τα λίγα κεριά που ανάψαμε τρεμόσβηναν ένα φως αγγελικό στα μικρά παράθυρα της εκκλησιάς. Η ατμόσφαιρα, σαν από πίνακα του Ελ Γκρέκο.
Και εκεί που θαρρείς πως οι αισθήσεις σου χόρτασαν συμπαντιακή νομοτέλεια, κάτι στον αέρα ήρθε να γεμίσει τις στιγμές που ζούσαμε και να μας σμίξει κάτω από την έναστρη αγκαλιά° μια γλυκιά μελωδία από φλάουτο. Εκεί, στην ερημιά του Θεού και της Αστρονομίας.
Δεν πέρασε ώρα και κούρνιασαν κάμποσοι στα πέτρινα σκαλιά, γύρω από το πνευστό όργανο, σύροντας αργούς σκοπούς, του παραπόνου, που σου θυμίζουν αμανέ.
Στρέφεις το βλέμμα στον σκοτεινό ορίζοντα και σκέφτεσαι τα αράβικα χώματα που χτυπά η ίδια θάλασσα. Κοιτάς τον ουρανό και συνειδητοποιείς ότι τον μοιράζεσαι αιώνες τώρα με ανθρώπους που νιώθουν, όπως εσύ. Έχουν αγαπήσει, όπως εσύ. Που τραγουδούν τον πόνο.
Όπως εσύ.
Αν έχουμε να χωρίσουμε τα χώματα σε τούτο τον πλανήτη, τα αστέρια που κοιτάμε, δε θα μπορέσουμε. Γιατί ο πόνος σαν τραγουδιέται, είναι ίδιος. Παντού.