Λέω πως όσο ανεβαίνω υψόμετρο, αλαφραίνει η ψυχή μου. Και οι λέξεις πετούν κι αυτές πιο ανάλαφρα σαν αφηγούμαι παραμύθια στα ψηλά.
Βρέθηκα στ’ Ανώγεια σήμερα, ας είναι καλά η Ρίτα Σουλτάτου, αγαπημένη ψυχή.
Στη γιορτή της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Δήμου που μαζί με το ΚΗΦΗ έσμιξαν δυο γενιές: μαθητές του δημοτικού και γιαγιάδες του χωριού.
Είχαμε κι έναν παππού στην παρέα, μην τον αδικούμε.
Η αίθουσα ζωήρεψε όταν μπήκαν τα μικρά παιδιά βαστώντας λύρες, μαντολίνο, κιθάρα και τρίγωνα. Μόλις είπαν τα κάλαντα, τρύπωξα ανάμεσά τους κι άρχισα να ρωτώ μικρούς και μεγάλους για τους καρκατζόλους.
Μα στ’ Ανώγεια δεν τους λένε ετσά.
– Κατσικαντάρηδες!, με διόρθωσε μια γιαγιά.
Κεια που λέω την περιγραφή των καρκατζόλων κι αν έχουνε δει ποτέ κανέναν, πετάγεται ένας μικρός:
– Έχουμε ‘μεις έναν Κατσικαντάρη στο χωριό!
Όλη η αίθουσα τραντάχτηκε από τα γέλια και μονάχα εγώ δεν κατάλαβα το αστείο.
Έσπευσε μια γιαγιά να μου εξηγήσει πως παρανομιάζουν έναν χωριανό έτσι.
Να ‘χα μωρέ και δεύτερη ζωή, να την αφιέρωνα στα παρανόμια της Κρήτης και τις ιστορίες τους.
Τους χάρισα εκείνο το παραμύθι των ημερών με τους κατσικαντάρηδες στον μύλο κι έπειτα τα παιδιά έφυγαν για τη δική τους γιορτή στο σχολειό.
Πομείναμε οι “μεγάλοι”.
Ο Βασίλης Δραμουντάνης έβγαλε το μαντολίνο του και μου ‘κανε νόημα να ξεκινήσω την αφήγηση.
Έδωσα αρχή να ξετυλίγω παραμύθια παλαιινά, που ‘συραν μνήμες και γέλια.
“Μια φορά κι έναν καιρό…”
Κι αναμεσώς εκείνος, με την πένα να γλιστρά πάνω στις χορδές, έπιανε κοντυλιές και παλιούς σκοπούς, αγαπημένους.
Μια γιαγιά ξεκίνησε τις μαντινάδες και ντελόγο αναθάρρησαν κι οι υπόλοιπες να κρατούν με παλαμάκια τον ρυθμό.
Ευλογημένη η ώρα που σηκώθηκαν δυο-τρεις να χορέψουνε συρτό.
Και να. Μπροστά μας στήθηκε ένας κύκλος γυναικών, αθόρυβος, σεμνός, τελετουργικός, βγαλμένος από τους αιώνες. Με χέρια μινωικά σαν τη θεά των όφεων, βαστούσαν η μια τα χέρια της άλλης.
Και μαζί με τα χέρια, βαστούσε η καθεμιά το κουρασμένο κορμί της άλλης.
Να θυμίσουν στον γερο-Χρόνο που φεύγει σε λίγες μέρες, πως δεν κάνει αυτός κουμάντο.
Μα οι γυναίκες είν’ εκείνες που ορίζουν τον Χρόνο σ’ αυτό τον κόσμο. Εκείνες που βαστούν τα νήματα κι ας φαίνεται το αντίθετο.
Τόσα χρόνια, στα χωριά της Κρήτης, καταγράφω λαογραφία από τις γυναίκες της. Να προλάβω τους αιώνες σοφίας που κυλούν μπροστά μας κι αν δεν τους γράψουμε κάπως, φεύγουν και χάνουνται.
Μόνο ευγνωμοσύνη νιώθω που πέρασα το πρωινό με τις γυναίκες τούτες. Να επιστρέψω πίσω στους αιώνες το καλό που μου ‘χουν κάνει.
Να μοιραστώ παραμύθια.
Να μοιραστώ αγάπη.
Αγάπη λοιπόν να σπείρετε.
Γιατί αγάπη θα θερίσουν οι επόμενοι.
Καλές γιορτές!