Χθες στις εννιά το βράδυ, μου χτύπησαν την πόρτα να με πάρουν να μαζευτούμε σε μιαν αυλή. #Βεγγέρα. Παραξενεύτηκα με την ώρα, γιατί νόμιζα ότι θα ‘θελαν οι ανθρώποι να κοιμηθούν νωρίς. Μάλλον εγώ είμαι αυτή που θέλει να κοιμάται με τις κότες καλοκαιριάτικα.
Η παρέα με υποδέχτηκε με αγκαλιές. Κάτσαμε πέντε γυναίκες, γύρω από ένα τραπεζάκι με όλα τα καλούδια της φιλοξενίας, εγώ να κεντρίζω και εκείνες ν’ ανεμαζώνουν θύμησες. Να μου περιγράφουν την καθημερινότητά τους παλιά στο χωράφι, στις ελιές, στα κοπέλια, στο νοικοκεριό, στον ξυλόφουρνο, στις γούρνες, στην μπουγάδα, στο ψωμί, στο τελάρο.
Δεν πήρα μαζί μου ούτε ηχογραφητήρι ούτε κάμερα. Ήθελα να την απολαύσω την παρέα αυτή. Να τα καταγράψω μέσα μου. Να κάνω δικά μου τα όσα μου έλεγαν. Τις άκουγα προσεκτικά για τη ζωή παλιά και τις ρωτούσα για αυτά που δε γράφουν τα βιβλία. Για αυτά που δε γράφονται. Και μου έδιναν απλόχερα τις αφηγήσεις τους.
Λίγο τ’ αστέρια από πάνω μας, λίγο ο αέρας που μύριζε αγιόκλημα, ένιωθα σαν σε μυσταγωγία, σαν να ήμουν σε μύηση. Να καθόμαστε τρεις γενιές γύρω από ένα τραπεζάκι και να μοιραζόμαστε ιστορίες και βιώματα. Και μέσα από τα βιώματα, ορμηνιές για τη ζωή. Και μαζί με τσ’ ορμηνιές, κάποια μυστικά. Και μετά τα μυστικά, γέλια. Και μέσα στα γέλια, τους καημούς.
Μονάχα οι γυναίκες, στον κόσμο αυτό, ορίζουν τέτοια δύναμη.
Καληνυχτιστήκαμε και δώσαμε ραντεβού για τον πρωινό καφέ. Όσο κατηφόριζα προς το σπίτι, σκεφτόμουν τις βεγγέρες του παλιού καιρού. Πόσο βάλσαμο θα ήταν μετά από μια κοπιαστική μέρα.
Σήμερα το πρωί, πιστές στο ραντεβού μας, με φώναξαν να μπω στην κουζίνα να δω τη γηραιότερη της παρέας που έφτιαχνε την #πυτιά. Κόβοντας κλαδί από μια συκιά (“όχι όποια να ‘ναι, φαζί πρέπει να ‘ναι”) και σπάζοντάς το στα κατάλληλα σημεία να στάξει το συκόγαλο στο νερό. Να το βάλουν στο γάλα που ‘φερε ο βοσκός και σιγόβρασαν, μαζί με ξύδι. Και μέσα σε ησυχία, λες κι αμίλητες, να ανακατεύουν το τσικάλι, να δουν πότε θα γυρίσει ανάποδα η στροφή -σημάδι ότι είναι έτοιμη η μυζήθρα. Για τα πιτάκια.
Για τα οποία αύριο θα ανοίξουν φύλλο. Με ζυμάρι που έχουν ετοιμάσει ώρες πριν για να “ξεκουραστεί”. Και με χόρτα που έχουν μαζέψει στην εξοχή και τα έχουν φυλαγμένα και διαλεγμένα με προσοχή.
Μονάχα οι γυναίκες, στον κόσμο αυτό, ορίζουν τέτοια δύναμη.