“Τσικνοβορίζει”, είπαν κάποιες γυναίκες σήμερα το πρωί μόλις αντίκρυσαν το χιονόνερο να πέφτει στο χωριό. Ανηφορίζοντας τα σοκάκια της Πάνω Ρούγας προσπαθούσα να βρω την προέλευση της λέξης. Αναζήτησα την ετυμολογία στο διαδίκτυο:
“Βεβαιωθείτε ότι η ορθογραφία είναι σωστή”, γράφει η μηχανή αναζήτησης όση ώρα δοκιμάζω παραλλαγές της λέξης.
– Ε λοιπόν, ίσως πρόκειται για μία σπάνια λέξη, μουρμούρισα με χαμόγελο κι έχωσα το κινητό στην τσέπη του κόκκινου παλτού σφίγγοντας τα χέρια μου να ζεσταθούν.
Η σκέψη μου γυρόφερνε τα μελαμπιανά στενά σαν τους αέρηδες που κυνηγούν τούτο τ’ ορεινό χωριό της νότιας Κρήτης.
Να ‘ναι ο βορράς η δεύτερη λέξη, αναρωτήθηκα. Είναι αλήθεια πως το χωριό φημίζεται για τους δυνατούς ανέμους χειμώνα – καλοκαίρι.
Κι η τσίκνα άραγε, προβληματίστηκα στη συνέχεια. Από πού βγαίνει το ρήμα τσικνοβορίζει. Να ‘ναι οι τσίκνες από τις ξυλόσομπες που δε σταματούν τις κρύες μέρες; Να ‘ναι το νεφελώδες του χιονόνερου που μοιάζει με καπνό τ’ ανέμου;
Κάθε φορά που περπατώ στο χωριό γεμίζει σκέψεις το μυαλό μου. Μα είναι οι σκέψεις τούτες ανάλαφρες, κρυστάλλινες, καθάριες.
Σα τα χιόνια, τ’ απεναντινά.
Κι όπως γεμίζουν τον νου μου, την ίδια ώρα τον γαληνεύουν κιόλας.
Δεν έπαιρνα το βλέμμα μου απ’ την κορφή του Ψηλορείτη μέχρι την ώρα που ‘φτασα στο σπίτι που έψαχνα. Χτύπησα την ξύλινη πόρτα και μια ζεστή φωνή με υποδέχτηκε:
– Έχω βάλει πατάτες στη σόμπα, οφτές, κάτσε να φάμε παρέα.
– Άλλη φορά θα κάτσω, μα σας ευχαριστώ. Ήρθα για την απογραφή…