Μόλις πατήσω το πόδι μου στο χωριό, πρώτη λαχτάρα είναι να βγω στην Κάτω Βρύση. Να σκύψω να πιω νερό. Σα και μ’ ευλάβεια.
Το νερό, στην πηγή κάθε χωριού, σημαίνει ένα πράμα για τους αθρώπους του: υπόσχεση.
Ότι θυμάσαι.
Υπόσχεση, ότι δεν ξέχασες.
Κι ότι πάντα θα γιαγέρνεις.
Ο αέρας στα μελαμπιανά στενά μύριζε ξυλόσομπα και θαλπωρή. Έμπαινα στα σπίτια των συγχωριανών και με κάθιζαν δίπλα στην παραστιά. Θαρρώ πως όλες μας οι έγνοιες λύνουνται εκιά. Αφού η φωθιά ζεσταίνει τις καρδιές. Και ποια ζεστή καρδιά δε συχωρνά στο τέλος;
Επόπια τις ρακές και ξαναβγήκα στο κρύο που είχε αρχίσει να γλυκαίνει.
Στον κάτω αμαξωτό, πίσω από μια τζαμένια πόρτα, δυο γυναίκες καθάριζαν χόρτα. Πλησίασα για το αγαπημένο μου παιχνίδι, τα ονόματα των βοτάνων της γης.
“Σταφυλίνακας!” αναγνώρισα με ενθουσιασμό το ταπεινό χόρτο. Και μετά, καυκαλήθρες, πράσα, τσόχο και σιταρίδα. Τα δύο τελευταία δυσκολεύομαι ακόμα να τα ξεχωρίσω.
Χαιρέτησα κι έφυγα.
Το βλέμμα μου απέναντι. Στα βουνά.
Χιονισμένες οι κορφές του Ψηλορείτη. Το Κέντρος άλλαζε συνεχώς αποχρώσεις κάτω απ’ τα σύννεφα και τον ήλιο. Κάπου πέρα, είδα κι έβανε αρχή μιαν ίριδα.
Το μάτι μου αναζήτησε τον Γιοματά.
…Το βουνίσιο ρολόι έδειξε μεσημέρι.
Πλια καλλιά ‘ναι τα χωριά μας τον χειμώνα, θαρρώ.