Επιλογή Σελίδας

Όταν έμενα στις Μέλαμπες, τα μεσημέρια που οι χωριανοί είχανε ‘ποφάει κι αποσύρονταν στις κάμαρές τους, έπαιρνα τον δρόμο για την Αγία Παρασκευή. Τη μικρή Βασιλική του 14ου αιώνα, στον πλάτανο του χωριού.

Στις λιγοστές αλλά περιποιημένες καρέκλες, είχα βρει τη θέση μου στο τρίτο κάθισμα. Θες το σκοτάδι στον μικρό ναό, θες ο αέρας που μύριζε λιβάνι ή η σιγαλιά της στιγμής, πάντα με γαλήνευαν τα μεσημέρια εκείνα. Περνούσαν οι ώρες και δεν καταλάβαινα ότι είχε γυρίσει απόγευμα.
Έχανα την αίσθηση του Χρόνου εκεί μέσα, μα έβρισκα τον εαυτό μου.

Ένα τέτοιο μεσημέρι θυμάμαι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μια γιαγιά.
Είδε τα καντήλια αναμμένα και παραξενεύτηκε. Δεν είχε καταλάβει ότι βρισκόμουν εκεί.

Προσκύνησε την εικόνα και γυρνώντας να πάρει δύο κεριά, με πήρε χαμπάρι.
– Να με συγχωρείς, παιδί μου. Δεν ήθελα να σε διακόψω.
Της έγνεψα με χαμόγελο πως δε με ενόχλησε η παρουσία της.

– Κάθε μέρα με καλημερίζει η Αγία Παρασκή, είπε. Και λέω πως την έχω έγνοια μέσα στη μέρα να βλέπω αν είναι αναμμένα τα καντήλια της.
– Βοήθειά σας, ψιθύρισα και σηκώθηκα να την πλησιάσω.

Κατέβασε ένα από τα καντήλια και άναψε τα κεριά της. Με βήματα αργά στράφηκε προς το μανουάλι να τα ορθώσει.
– Όντε μπαίνω σ’ εκκλησιά, ανάβω πάντα δυο κεριά. Ένα για τους ζωντανούς…, είπε και κάρφωσε το πρώτο στην άμμο. Τα μάτια της έκλεισαν για λίγα δευτερόλεπτα να ξεφυλλίσουν μια προσευχή.

– …κι ένα για τους ποθαμένους, συνέχισε βυθίζοντας στην άμμο το δεύτερο κερί. Αργά, με δύναμη, πιο βαθιά απ’ το πρώτο, σαν να θυμήθηκε τση γης που ‘θαψε άδικα μέσα της κάποιον δικό.

Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της θαλασσινά, ολόγρα, φανέρωναν πόνο και κούραση. Η φωνή της σιγανή, μη ταραχίσουμε τσ’ αγίους που μισόσβηναν στους τοίχους τους βυζαντινούς.
– Πάντα ν’ ανάβεις κι ένα κερί για τους ποθαμένους, παιδί μου. Αλαφραίνει η ψυχή ντωνε πως τους θυμάσαι πού και φορά.

Πήρα το χέρι της μέσα στο δικό μου και το φίλησα. Μου το ‘σφιξε κι ανταπέδωσε τη συμπόνια μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε κλείνοντας αθόρυβα την παλιά ξύλινη πόρτα πίσω της.

Μόλις μεσημέριασε σήμερα, πήρα τον γνώριμο δρόμο για την Αγία Παρασκευή. Έσπρωξα την παλιά ξύλινη πόρτα και τα μάτια μου βυθίστηκαν στο σκοτάδι.
Πήρα τη θέση μου στο τρίτο κάθισμα.
Το βλέμμα μου αναζήτησε στον απέναντι τοίχο τ’ άγια πρόσωπα. Κάποια φανερώθηκαν μεμιάς στο λιγοστό φως που τρεμόπαιζε.
Γύρισα να δω το μανουάλι.

Στην άμμο αναμμένα δύο κεριά.
Το ένα βυθισμένο πιο βαθιά απ’ τ’ άλλο.