Επιλογή Σελίδας
Διάλειμμα από τον υπολογιστή, βγήκα στην καινούρια γειτονιά να βρω πλατεία.
Βρήκα άδειο παγκάκι κι έκατσα, είχα ανάγκη μπόλικο ήλιο.

Μετά από λίγη ώρα, σχεδόν αθόρυβα εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος κύριος. Με ένα ευγενές “καλημέρα σας” έκατσε σιγά-σιγά δίπλα μου.
Η εποχή που μοιραζόσουν ένα δημόσιο κάθισμα (παγκάκι, λεωφορείο, χώρο αναμονής) με έναν άγνωστο λέγοντας “καλημέρα σας” φοβάμαι πως έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Και τούτος ο κύριος δίπλα μου ίσως είναι από τους τελευταίους μιας γενιάς που μου το υπενθύμισε.

Η κουβέντα ξεκίνησε διακριτικά με τα προβλήματα της μέσης του. Ειλικρινά δε θυμάμαι πώς το γύρισα πάλι σε λαογραφία και ανθρωπολογία.
Θυμάμαι μόνο τη στιγμή που συνειδητοποίησα με ενθουσιασμό ότι έχω δίπλα μου έναν από τους παλιούς ράφτες της πόλης.
Σπουδαγμένος στην Αθήνα, πρώτα μαθήτευσε στην πρωτεύουσα και έπειτα γύρισε στον τόπο του. Δεν μπορούσε όμως απευθείας ν’ ανοίξει επιχείρηση γιατί “τότε δε με κάτεχε άνθρωπος. Ήταν παρισινοί οι ράφτες εδώ” (με σπουδές στη γαλλική πρωτεύουσα).
Ρώτησα τα ονόματα των παλαιότερων. “Εγώ μαθήτευσα στον Κουναλάκη και μετά άνοιξα το δικό μου μαγαζί, στο Καμαράκι” (γειτονιά του Ηρακλείου).
Άρχισα να τον ρωτώ για τη δουλειά, τί ακριβώς έραβε, τί παραγγελίες έπαιρνε, τί κόσμο εξυπηρετούσε.
– Δούλευα κασμίρια, το ανώτερο ύφασμα που υπάρχει. Φτιάχναμε φράκα και…
– Τί είναι τα φράκα;, τον έβαζα να μου εξηγεί κάθε τί.
– Εκείνα με την ουρά. Και σμόκιν, εκείνα με τα πέτα που κουμπώνουν.
– Ποιοι έκαναν τέτοιες παραγγελίες;
– Καλλιτέχνες από την Αθήνα, θεατρίνοι. Κατέβαιναν εδώ να παραγγείλουν στις περιοδείες τους γιατί ήταν πιο φθηνά από την πρωτεύουσα.
– Οι ντόπιοι δε φορούσαν;
– Ε σε απόκριες και εκδηλώσεις καμιά φορά φορούσαν. Όχι στον δρόμο, διευκρίνισε εννοώντας το καθημερινό ντύσιμο.

Το γύρισα στα υφάσματα εκτός από το υψηλό κασμίρι, και στη διαδικασία.
– Τσόχα, μετάξι, σατέν.
Όταν άνοιξα το δικό μου μαγαζί, έκοβα το κουστούμι και το έδινα έξω σε καλφάδες να μου το τελειώσουν.
Η σκέψη μου συνειρμικά έτρεξε στη συντεχνιακή οργάνωση τούτης της επαγγελματικής ομάδας.
– Ναι, ιδρύσαμε τον Συνεταιρισμό Εμποροραφτών Ραφτών Ηρακλείου. Τότε στο Ηράκλειο ήμασταν 75, αλλά στο συνεταιρισμό γράφτηκαν μόνο οι 45. Οι υπόλοιποι 30 είτε δεν ήθελαν είτε ήταν κασμιράδες και δεν είχαν ανάγκη.

Η επόμενη ερώτηση βγήκε αβίαστα:
– Πόσες γυναίκες ήταν στον Συνεταιρισμό;
Η απάντηση το ίδιο:
– Καμιά. Οι ράφτες ήμασταν άντρες. Οι γυναίκες ήταν μοδίστρες, δεν μπορούσαν να τρέξουν ένα μαγαζί. Ήθελε τεχνική, έπρεπε να μαθητεύσεις. Εγώ μαθήτευσα 10 χρόνια προτού ανοίξω το δικό μου.
Τέτοιες στιγμές ο ερευνητής φιλτράρει συναίσθημα και έμφυλες διακρίσεις ώστε να κατανοήσει μέσα σε δευτερόλεπτα τις πρακτικές πίσω από τις πρακτικές.
Και οι άντρες έραβαν και οι γυναίκες έραβαν. Δεν είναι τυχαίο ότι οι “ράφτες” έγιναν “εμποροράπτες” ενώ οι “μοδίστρες” συνδέθηκαν απλά με τη μόδα. Εξωτερικές εργασίες, εσωτερικές εργασίες και τα συναφή.

Συζητήσαμε λίγο ακόμα για το επάγγελμα στην πόλη και την εξέλιξη:
– Έβλεπα ότι χώλαινε η δουλειά. Κάθε χρόνο και περισσότερο, είπε με πίκρα.
– Γιατί;, ρώτησα για να ενθαρρύνω την αφήγηση.
– Τα έτοιμα, κορίτσι μου.
Η παύση που έκανε έκλεινε μέσα της τον αναστεναγμό μιας εποχής.
– Εγώ έκανα σωματομετρία, μετρούσα το σώμα του πελάτη, έβρισκα τις ατέλειες και φρόντιζα να ράβω έτσι το κουστούμι ώστε να είναι κομψό πάνω του. Μετά βγήκαν τα έτοιμα κι έπαψε να υπάρχει το ατελιέ.
Και μαζί με αυτό και οι ατέλειες.
Συνέχισε:
– Το λένε ατελιέ γιατί τίποτα δεν είναι τέλειο, είπε και με κοίταξε με μάτια να παιχνιδίζουν.
Ήταν η μοναδική στιγμή σε όλη τη συζήτηση που έστρεψε το βλέμμα του σ’ εμένα.
– Στο ατελιέ τίποτα δεν είναι τέλειο, επανέλαβα, αλλά μπορείς να το ράψεις στα μέτρα σου… Όπως και στη ζωή, κύριε Νίκο. Σωστά;
Χαμογέλασε κι έγνεψε με το κεφάλι.

Τον ευχαρίστησα θερμά για την ιστορία του.
Καθώς σηκώθηκε, θέλησε να δώσει ένα ύστατο χαίρε στην εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί:
– Το επάγγελμά μου ήταν το πιο ευγενές επάγγελμα.
Χαμογέλασα με τις λέξεις που διάλεξε.
Όχι ευγενικό. Ευγενές.
Το ευγενικό διδάσκεται.
Το ευγενές καλλιεργείται.

Αυτός λοιπόν είναι ο κος Νίκος Μανουσάκης, ράφτης του παλιού Ηρακλείου.
Ήθελα πολύ να μοιραστώ την ιστορία του.