Επιλογή Σελίδας

Ρώτησα κάποτε έναν κτηνοτρόφο πόσο κοστίζει το μαλλί από την κουρά των ζώων του.
Μου απάντησε ότι δεν το πουλάει πια. Ότι κανείς δεν το αγοράζει πια.
– Και τόσο μαλλί πού καταλήγει;, ρώτησα εναγωνίως.
– Το πετάμε ή το καίμε, απάντησε με απογοήτευση.

Η κουρά των ζώων γίνεται συνήθως στο τέλος της άνοιξης. Όταν το υψόμετρο είναι
μεγαλύτερο επιτρέπει στους κτηνοτρόφους να κουρεύουν τα ζώα τους και αργότερα, στις αρχές
του καλοκαιριού. Πέρα από την πρακτική της αξία για την υγιεινή και την ανακούφιση των ζώων,
η κουρά θα λέγαμε πως κουβαλά παράλληλα κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες για τους
συμμετέχοντες. Συνιστά μία εορταστική τελετουργία στον ποιμενικό κύκλο του έτους, μία
ευκαιρία για τον κτηνοτρόφο να καλέσει φίλους και δικούς στα όρη για ένα τραπέζι στη φύση.
Μέσα από τέτοιους συμποσιασμούς ένα κοινωνικό δίκτυο ανανεώνει τους δεσμούς του,
(επανεκ)τιμά τον ρόλο του στην κοινότητα, ενισχύει την ταυτότητά του στον χώρο και τον χρόνο.
Οι καταγραφές και οι συζητήσεις με ηλικιωμένους στα χωριά της Κρήτης αποτυπώνουν
μία διαδικασία των παλαιότερων χρόνων που ξεκινούσε από την κουρά και κατέληγε στην
ύφανση ενδυμάτων ή άλλων εργόχειρων για το νοικοκυριό. Μία διαδικασία κυκλικής οικονομίας
η οποία χωριζόταν σε τρία μέρη: συγκέντρωση μαλλιού, επεξεργασία και αξιοποίηση. Η
συγκέντρωση του μαλλιού γινόταν στον χώρο της κουράς. Αν ήταν εφικτό, ξεχώριζαν από την
αρχή τα μαλλιά ανάλογα με το χρώμα (άσπρα, μαύρα) και τη φυλή του ζώου (πχ η σφακιανή
φυλή έχει διαφορετικό μαλλί από τη γαλλική). Τα καθάριζαν με τα χέρια από χώματα και πέτρες
και τα έβαζαν στα τσουβάλια.

Στη συνέχεια, αναλάμβαναν οι γυναίκες –ο έμφυλος διαχωρισμός στον επιμερισμό
εργασιών δε μένει ποτέ απαρατήρητος στη λαο-εθνο-ανθρωπολογική έρευνα. Πρωταρχικό
μέλημα των γυναικών ήταν η αποστείρωση με το βράσιμο των μαλλιών σε μεγάλα καζάνια.
Έπειτα τα άπλωναν για το πρώτο στέγνωμα και κατόπιν τα έπλεναν σε τρεχούμενο νερό. Μετά
το δεύτερο στέγνωμα ήταν έτοιμα για επεξεργασία.

Η επεξεργασία του μαλλιού ήταν μία διαδικασία που συνδύαζε πλήθος εργαλείων και
πρακτικών με γνώση και έμπειρα χέρια. Μέρος του μαλλιού μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως
γέμισμα για μαξιλάρια ή ως μονωτικό υλικό στο κτίσιμο σπιτιών. Η κύρια χρήση του ωστόσο
ήταν στην υφαντική τέχνη. Η επεξεργασία του πυκνού άγριου μαλλιού μέχρι να γίνει λεπτή
κλωστή δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε λίγες γραμμές στο πλαίσιο ενός άρθρου. Ίσως μία απλή
επιγραμματική αναφορά στην αλυσίδα τούτη να μας βοηθήσει να θυμηθούμε ή να
κατανοήσουμε το φόρτο εργασιών που απαιτούνταν κάποτε: “οι γυναίκες ξαίνουν το μαλλί με
ειδικά χτένια (χειρόχτενα) και το τυλίγουν σε κουβάρια (τουλούπες). Γεμίζουν τη ρόκα και
χρησιμοποιούν το αρδάχτι με το οποίο κλώθουν το μαλλί. Σειρά έχει το τυλιγάδι και η ανέμη για
το (ξε)τύλιγμα της κλωστής”. Και όταν όλα πια είναι έτοιμα, ετοιμάζεται και ο αργαλειός για να
αρχίσουν τα χέρια της υφάντρας να δημιουργούν.

Πώς να αποτυπώσεις με λίγες λέξεις τις διαδικασίες που θέλουν μέρες και εβδομάδες για
να ολοκληρωθούν. Πρόκειται για εργασίες που απαιτούν πολλά χέρια, πολλές ώρες, πολύ
μόχθο. Εργασίες οι οποίες στο τέλος δεν ανταμείβονται ανάλογα. Είναι λοιπόν λογικό
επακόλουθο για τους ανθρώπους που ασχολούνται ακόμα με την υφαντική τέχνη να καταλήγουν
σε εισαγόμενες πρώτες ύλες ως πιο εύκολη και οικονομική λύση. Και το μαλλί από τις κουρές
του νησιού αναγκαστικά να στιβιάζεται σε τσουβάλια δίπλα στους κάδους σκουπιδιών. (Αν δεν
υπάρχουν και κάποιοι που το πετούν σε ποταμούς).

Αν όμως παρατηρήσουμε τη δυναμική που έχει η αλυσίδα αυτή για την τοπική οικονομία,
ίσως εντοπίσουμε δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης. Και ίσως σταθούμε ν’ αναζητήσουμε
τρόπους συλλογικής οργάνωσης και συνεργασίας προς μία τέτοια κατεύθυνση. Ένα τέτοιο
εγχείρημα ωστόσο θέλει μελέτη, σχεδιασμό και σίγουρα ρεαλιστική προσέγγιση δίχως
εξωραϊσμό του παρελθόντος. Οι παλιές πρακτικές που βλέπουμε από τις γιαγιάδες συνιστούν
ένα πολύτιμο πολιτισμικό κεφάλαιο που θέλουμε να καταγράφουμε και να θυμόμαστε. Πρακτικά
όμως δεν είναι εύκολο για τις νεότερες γενιές να υλοποιούν τέτοιες πρακτικές με επιχειρηματική
βιωσιμότητα.

Αυτό που θα μπορούσε ωστόσο να διερευνηθεί είναι μία πιλοτική δράση μικρής κλίμακας
που να δίνει έμφαση αρχικά στην ενημέρωση των κτηνοτρόφων, τη συγκέντρωση του μαλλιού
και την αποστείρωση-αποθήκευση. Έπειτα, με σχεδιασμό και μελέτη μπορούν να διερευνηθούν
εναλλακτικοί τρόποι επεξεργασίας του μαλλιού με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Αυτό το στάδιο θα
προσδιορίσει και τα επόμενα: είτε δυνατότητες πώλησης του μαλλιού ως πρώτη ύλη σε δίκτυα
διανομής εντός και εκτός Ελλάδας είτε άμεση απορρόφηση από τις υφάντρες του νησιού. Καθώς
αν παρακολουθεί κανείς το επιχειρηματικό γίγνεσθαι των γυναικών στην Κρήτη του σήμερα θα
ανακαλύψει μία αναζωγόνηση της υφαντικής τέχνης με νέες γυναίκες να στήνουν τους
αργαλειούς και να πουλούν τα υφαντά τους ως επώνυμο brand σε εγχώριες και διεθνείς αγορές.

Μία σκέψη λοιπόν μοιράζομαι με το άρθρο αυτό, υπολογίζοντας τους τόνους μαλλιού
κάθε χρόνο στην Κρήτη που δεν αξιοποιούνται αλλά “πηγαίνουν χαμένοι” ενώ οι κοινότητες του
τόπου μας διαθέτουν φυσικούς πόρους, ανθρώπινο δυναμικό, οικολογική συνείδηση,
πολιτισμική κληρονομιά.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι καιροί επιτάσσουν τη στροφή σε θέματα κυκλικής
οικονομίας και βιώσιμης ανάπτυξης, οπότε ίσως έχει έρθει η στιγμή να επανεξετάσουμε τις
δυνατότητες και τις προοπτικές μας.